- διανοίξεως
- διανοίξεω̆ς , διάνοιξιςopeningfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πνεύμαρθρο — το, και πνεύμαρθρος, ο, Ν ιατρ. η παρουσία αέρα στο εσωτερικό μιας άρθρωσης εξαιτίας τραυματικής διανοίξεως ή προκλητή για την εκτέλεση αρθροπνευμονογραφήματος … Dictionary of Greek